- τηλέφιλον
- τὸ, Αφύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα μαντῴου μαξατο κισσυβίου», Ανθ. Παλ.β. «οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + -φιλον, ουδ. τού -φιλος (< φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.